ακρυστάλλωτος

ακρυστάλλωτος
-η, -ο [κρυσταλλώνω]
(συνήθως για γλυκίσματα που παρασκευάζονται σε υγρή κατάσταση) αυτός που δεν κρυστάλλωσε, δεν σχημάτισε κρυστάλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρυστάλλωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κρυσταλλωμένος: Το σιρόπι του γλυκού σου είναι ακρυστάλλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”